WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
first cousin,
cousin
n
(child of an aunt or uncle)πρώτος ξάδελφος/ξάδερφος επίθ + ουσ αρσ
  πρώτη ξαδέλφη/ξαδέρφη επίθ + ουσ θηλ
  (καθομιλουμένη)πρωτοξάδελφος ουσ αρσ
first cousin n figurative ([sth] or [sb] closely resembling another)πρώτος ξάδελφος/ξάδερφος επίθ + ουσ αρσ
  πρώτη ξαδέλφη/ξαδέρφη επίθ + ουσ θηλ
  (καθομιλουμένη)πρωτοξάδελφος ουσ αρσ
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'first cousin' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση first cousin στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «first cousin».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!